Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

Προτομή Κωνσταντίνου Βολανάκη στη Πλατεία Φρεαττύδας

Στο περιοδικό "Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας", τεύχος 67, στο αφιέρωμα για την έκθεση "Κωνσταντίνος Βολανάκης 1837 - 1907, ο ποιητής της θάλασσας" δημοσίευσα κείμενο για την προτομή του ζωγράφου στη πλατεία της Φρεαττίδος, στον Πειραιά. Τις φωτογραφίες τράβηξα το καλοκαίρι του 2009. Σήμερα η προτομή και ο περιβάλλον χώρος έχει καθαριστεί και συντηρηθεί από τον Δήμο Πειραιά.
__________________

Πάνω από την βιβλιοθήκη του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος, στο άνοιγμα του πεζοδρομίου επί της Ακτής Μουτσοπούλου, δημιουργείται μια μικρή πλατεία όπου συναντάμε την προτομή του μεγάλου Έλληνα θαλασσογράφου Κωνσταντίνου Βολανάκη.

Ο ζωγράφος έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά την επιστροφή του από το Μόναχο (1883 – 1907) στον Πειραιά. Το σπίτι του βρίσκονταν στην διασταύρωση των οδών Μπουμπουλίνας και Υψηλάντου. Η σχολή που ίδρυσε βρίσκονταν κοντά στην περιοχή όπου σήμερα η προτομή του αγναντεύει το Πασαλιμάνι.

Την αυστηρή μορφή του Κωνσταντίνου Βολανάκη σμίλεψε στο μάρμαρο ο γνωστός γλύπτης Νικόλας, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Νικόλαου Παυλόπουλου. Ο Νικόλαος Παυλόπουλος γεννήθηκε στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας Μαγνησίας το 1909. Τα πρώτα μαθήματα γλυπτικής τα πήρε από τον πατέρα του που ήταν γνωστός ξυλογλύπτης εκκλησιαστικών επίπλων. Σπούδασε γλυπτική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών με δάσκαλο τον Θωμά Θωμόπουλο.

Ασχολήθηκε με την γλυπτική ακαδημαϊκού ύφους στο ξύλο και στο μάρμαρο ενώ ως χαράκτης πραγματοποίησε ξυλογραφίες και εικονογραφήσεις βιβλίων. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις τέχνης στην Ελλάδα και το εξωτερικό (Λονδίνο, Ουάσιγκτον, Μόντρεαλ, Τόκιο, κ.ά). Τιμήθηκε επίσης με διεθνή βραβεία στο Παρίσι, την Ρώμη, την Φλωρεντία, κ.ά.

Ο γλύπτης πέθανε το 1990 και με την διαθήκη του δημιουργήθηκε το Δημοτικό Μουσείο Γλύπτη Νικόλα στο πατρικό χωριό του, στον Άγιο Γεώργιο, όπου εκτίθενται μερικά από τα πιο σημαντικά του έργα.

Η προτομή του Κωνσταντίνου Βολανάκη κατασκευάστηκε το 1961, ένα χρόνο πριν ολοκληρωθούν οι εργασίες στον όρμο της Φρεαττύδας, όπου βρίσκεται σήμερα. Είναι δωρεά των Ιωάννη και Αλέξανδρου Α. Μελετόπουλου.












 

Κωνσταντίνος Βολανάκης - σύντομη βιογραφία

Κατά το 2009 είχα την τύχη, μέσα στα πλαίσια της εργασίας μου στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, να συνεργαστώ με την ομάδα που διοργάνωσε και πραγματοποίησε την περιοδική έκθεση «Κωνσταντίνος Βολανάκης 1837 – 1907, ο ποιητής της θάλασσας», συνδιοργάνωση του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος και του Ιδρύματος Λασκαρίδη. Το κείμενο που ακολουθεί παρουσίασα στο περιοδικό «Περίπλους Ναυτικής Ιστορίας», τεύχος 67, στο σχετικό αφιέρωμα που επιμελήθηκα. Παράλληλα το κείμενο αυτό αναδημοσιεύτηκε από πολλά περιοδικά και εφημερίδες (Πλεύση, Εφοπλιστής, κτλ).
___________________

Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Βολανάκη


Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης έχει ονομαστεί ο πατέρας της Ελληνικής θαλασσογραφίας αφού έχει παρουσιάσει με μοναδικό τρόπο την θαλασσινή Ελλάδα (θαλασσογραφία, τοπιογραφία, πλοιογραφία) στις ελαιογραφίες του.

Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1837. Η οικογένειά του είχε επιδοθεί στο εμπόριο και λόγω αυτών των δραστηριοτήτων της εγκαταστάθηκε στη Σύρο, όταν ακόμη ο Βολανάκης ήταν σε μικρή ηλικία. Το λιμάνι της Σύρου τότε αποτελούσε το μεγαλύτερο και σημαντικότερο λιμάνι της Ελλάδος, ήταν εμπορικό και διαμετακομιστικό κέντρο και η Ερμούπολη, η πρωτεύουσα του νησιού, ήταν το διοικητικό κέντρο των Κυκλάδων. Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης μεγάλωσε σε αυτό το περιβάλλον όπου η θάλασσα αποτελούσε τον κύριο τροφοδότη της ζωής του νησιού. Αξίζει να σημειωθεί ότι στα ναυπηγεία του νησιού έφτασαν να απασχολούνται περί τους 2.000 ναυτεργάτες ενώ ναυπηγούνταν περίπου 80 πλοία το χρόνο. Το 1854 στη Σύρο ναυπηγήθηκε και το πρώτο Ελληνικό ατμόπλοιο.

Γκραβούρα με άποψη της Σύρου κατά τον 19ο αιώνα

Το 1856 ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του στο περίφημο πρώτο Γυμνάσιο της Ελλάδος, το οποίο είχε ιδρυθεί στο νησί ήδη από το 1833 από Νεόφυτο Βάμβα. Την ίδια χρονιά η οικογένειά του, η οποία πιστεύει ότι ο γιος τους πρέπει να απασχοληθεί με τις οικογενειακές επιχειρήσεις, τον στέλνει στην Τεργέστη για να εκπαιδευτεί και να εργαστεί ως λογιστής στον εμπορικό οίκο του Γεώργιου Αφεντούλη, αδελφό του γαμπρού του Βολανάκη.

Άποψη της Τεργέστης.

Εκεί, ανάμεσα στα λογιστικά τετράδιά του και σημειώσεις, ο συγγενής και εργοδότης του ανακαλύπτει συχνά σχέδια με μολύβια τα οποία παρουσιάζουν σκηνές των λιμανιών που ήταν τόσο οικείες στον νεαρό λογιστή και εξέφραζαν την νοσταλγία του για την πατρίδα. Ο Αφεντούλης δεν θυμώνει με αυτή την ενασχόληση του προστατευόμενού του. Αντιθέτως εκτιμά την κλίση του στις τέχνες και με δική του παρέμβαση προς τους γονείς του εξασφαλίζει την συναίνεσή τους ώστε να μεταβεί ο Κωνσταντίνος Βολανάκης στο Μόναχο για να φοιτήσει στην περίφημη Σχολή Καλών Τεχνών.


Άποψη της πόλης του Μονάχου

Το κτίριο της Σχολής Καλών Τεχνών του Μονάχου


Προσπωπογραφία του Καρόλου - Θεόδωρου von Piloty, καθηγητή του Κωνσταντίνου Βολανάκη στη Σχολή Καλών Τεχνών του Μονάχου.

Εκεί είχε την τύχη να μαθητεύσει δίπλα σε έναν σπουδαίο ζωγράφο και επίτιμο διδάσκοντα της Σχολής, τον Karl von Piloty. Ο Κάρολος – Θεόδωρος von Piloty (1826 – 1886) γεννήθηκε στο Μόναχο. Ο πατέρας του ήταν ένας διάσημος γερμανός λιθογράφος της εποχής, ο Ferdinand Piloty. Μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου και ταξίδεψε στο Βέλγιο, στη Γαλλία και την Αγγλία, όπου τα έργα του έκαναν μεγάλη εντύπωση για τον εντυπωσιακό ρεαλισμό τους σε ιστορικά θέματα (η μάχη στο Λευκό Όρος κοντά στη Πράγα, ο θάνατος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κ.ά). Το 1854 προσλήφθηκε από τον Βασιλιά Μαξιμιλιανό Β΄ για να εμπλουτίσει την εικαστική του συλλογή αλλά και να εικονογραφήσει τα βασιλικά παλάτια του Μονάχου. Για τον Βαρόνο von Schach ζωγράφισε τον διάσημο πίνακα «η ανακάλυψη της Αμερικής». Ο Karl von Piloty υπήρξε ο αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της σχολής του ρεαλισμού στη Γερμανία και ένας άριστος διδάσκαλος των τεχνών. Το έργο του επηρέασε τους μαθητές του που εξελίχθηκαν σε σπουδαίους επίσης ζωγράφους (Makart, Lenbach, Defregger) όπως και τον Κωνσταντίνο Βολανάκη.

Καθοριστική για την καλλιτεχνική πορεία του Βολανάκη ήταν η απόφασή του να συμμετάσχει σε έναν καλλιτεχνικό διαγωνισμό το 1866. Η Αυστριακή Κυβέρνηση προκήρυξε εκείνη τη χρονιά διαγωνισμό ελαιογραφίας για την καλύτερη απεικόνιση της Ναυμαχίας της Λίσσας. Μαζί με το πρώτο βραβείο για τα σχέδιά του για το έργο, κερδίζει και ένα ταξίδι στην Αδριατική, ώστε να γνωρίσει τον τόπο της ναυμαχίας. Ο ίδιος ο πίνακας, ολοκληρωμένος, παρουσιάζεται το 1868 στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης και αγοράζεται από τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ. Μετά από αυτή την επιτυχία του ζωγράφου έρχονται πολλές προτάσεις για συμμετοχή σε εκθέσεις. Από το 1869 έως το 1878 συμμετέχει έξι φορές στην Καλλιτεχνική Έκθεση της Βιέννης ενώ το 1877 εκθέτει στο Λονδίνο τον πίνακά του «η Ναυμαχία του Τραφάλγαρ» τον οποίο σπεύδει να αποκτήσει το Υπουργείο Ναυτικών της Αγγλίας.


Το 1883 αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ελλάδα, εξαιτίας προβλημάτων υγείας της συζύγου του. Στην Αθήνα ήδη έχει διαμορφωθεί και επιβληθεί στη ζωγραφική η λεγόμενη «Σχολή του Μονάχου», με ζωγράφους οι οποίοι επίσης σπούδασαν στο Μόναχο. Ο Βολανάκης διορίζεται καθηγητής στη Σχολή Τεχνών (μετέπειτα Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών) όπου διδάσκει τα μαθήματα της «Στοιχειώδους Γραφικής» και «Αγαλματογραφίας» για δεκαέξι συνεχή χρόνια, οπότε αναγκάζεται να παραιτηθεί εξαιτίας προβλημάτων της δικής του υγείας. Παράλληλα, στον Πειραιά όπου έχει εγκατασταθεί, κοντά στη πλατεία Φρεαττύδας και πάνω από το σημερινό Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, ιδρύει μια μικρή σχολή ζωγραφικής, το «Καλλιτεχνικό Κέντρο».

Στην Ελλάδα βραβεύθηκε πολλές φορές για το έργο του. Ανάμεσα σε άλλες διακρίσεις του απονεμήθηκε ο Αργυρούς Σταυρός του Σωτήρος (1889) και το αργυρό βραβείο στη Διεθνή Έκθεση των Αθηνών (1903).

Ο Βολανάκης ξεκίνησε κυρίως ως τοπιογράφος. Επηρεασμένος από το πνεύμα της Ακαδημίας του Μονάχου, στράφηκε στην απεικόνιση ιστορικών θεμάτων. Στην Ελλάδα, για βιοποριστικούς κυρίως λόγους, λόγω των παραγγελιών του, εξειδικεύεται στην θαλασσογραφία. Επηρεασμένος από τους Ολλανδούς θαλασσογράφους του 17ου αιώνα, τους οποίους είχε μελετήσει κατά τις σπουδές του και την παραμονή του στην Βόρεια Ευρώπη, πειραματίζεται στα χρώματά του ώστε να καταφέρει να αποδώσει με χρωματική αρμονία το θαλάσσιο ελληνικό περιβάλλον.

Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης, ο Νικηφόρος Λύτρας, ο Γεώργιος Ιακωβίδης και ο Νικόλαος Γύζης (ο οποίος όμως δεν γύρισε ποτέ στην Ελλάδα) θεωρούνται οι κυριότεροι εκπρόσωποι της Σχολής του Μονάχου.

Η ρομαντική Σχολή του Μονάχου καθιερώθηκε στην Ελλάδα κατά κύριο λόγο εξαιτίας των ιδιαίτερων δεσμών που αναπτύχθηκαν μεταξύ της χώρας με την Βαυαρία, κατά τα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα. Με την στήριξη και ενθάρρυνση του Ελληνικού Κράτους πολλοί καλλιτέχνες και κυρίως ζωγράφοι σπούδασαν στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου. Γυρνώντας στην Ελλάδα διορίστηκαν και δίδαξαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, επιβάλλοντας στις τέχνες την εικαστική τους άποψη και διαμορφώνοντας το ρεύμα της Σχολής στην Ελλάδα. Οι ζωγράφοι της Σχολής δίδουν μεγάλο βάρος στη χρήση των χρωμάτων. Αναζητούν τον ρεαλισμό με ύφος πομπώδες και θεατρικό. Κυρίως ηθογραφούν, παρουσιάζοντας ρομαντικές σκηνές τόσο από την Ελληνική ύπαιθρο, όσο και από τα αστικά κέντρα. Ακολουθεί στις προτιμήσεις των θεμάτων του η προσωπογραφία και η τοπιογραφία και λιγότερο η νεκρά φύση.


Ελαιογραφία του Κωνσταντίνου Βολανάκη, Πανηγύρι στο Μόναχο

Την στιγμή που στην Ευρώπη έχει γενικευτεί το κίνημα του ιμπρεσιονισμού, ήδη από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, στην Ελλάδα οι ζωγράφοι παραμένουν προσηλωμένοι στις αρχές του ακαδημαϊκού ρεαλισμού. Αυτή η καθυστέρηση στην Ελληνική ζωγραφική αποδίδεται στον συντηρητισμό της Σχολής του Μονάχου. Οι ιμπρεσιονιστές δίδουν περισσότερη έμφαση στην αναπαράσταση του φυσικού φωτός ενώ ενδιαφέρονται να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση που δίδει μια σκηνή ή ένα αντικείμενο. Μια προσεχτική μελέτη στα έργα του Βολανάκη μαρτυρά ότι ο ζωγράφος είχε γνωρίσει το νέο κίνημα και είχε αρχίσει «συντηρητικά» να εφαρμόζει τις αρχές του σε κάποια έργα του, κυρίως στα φωτεινά. Ο πίνακάς του «Πανηγύρι στο Μόναχο» (1876) θεωρείται το πρώτο ελληνικό ιμπρεσιονιστικό έργο.

Ελαιογραφία του Κωνσταντίνου Βολανάκη, Η Αποβίβαση του Καραισκάκη στο Φάληρο.

Παρόλο που ο Κωνσταντίνος Βολανάκης πέθανε πάμφτωχος (1907), τα έργα του σήμερα πωλούνται πολλές χιλιάδες ευρώ. Ο πίνακάς του «Η Αποβίβαση του Καραϊσκάκη στο Φάληρο» ο οποίος δημοπρατήθηκε τον Νοέμβριο του 2008 στο εξωτερικό, σημείωσε ρεκόρ για τιμή ελληνικού πίνακα αφού πλησίασε τα δύο εκατομμύρια ευρώ.


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Επίσκεψη στην έκθεση ΕΡΩΣ του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης



Το 2004, όταν έγραφα στο άρθρο «μαθαίνοντας στο μουσείο» (το οποίο είναι και η πρώτη ανάρτηση του ιστολογίου) ότι «τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι καταγγελίες για πραγματικά πολύτιμα έργα τέχνης, κυρίως αρχαιολογικών μουσείων, που βρίσκονται κρυμμένα σε σκονισμένες αποθήκες γιατί ξεπερνούν σε αισθησιασμό και ερωτισμό τους αρχαιολόγους των οργανισμών αυτών» είχα υπ’ όψιν μου τα εκθέματα που συνθέτουν την έκθεση που φέτος διοργανώνεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης «ΕΡΩΣ από τη Θεογονία του Ησίοδου στην Ύστερη Αρχαιότητα».

Τελικά το 2010 αποδεικνύεται χρονιά με σημαντικές προσπάθειες απενοχοποίησης στα μουσειακά πράγματα, με αυτή την έκθεση όσο και την αναδρομική έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη και τις νέες προσεγγίσεις της ζωής και του έργου του που επιχειρούνται στον κατάλογο της έκθεσης.

Βλέποντας τα εκθέματα της έκθεσης ΕΡΩΣ βέβαια δεν μπορείς να αποφύγεις το πονηρό γελάκι και μια κάποια αμηχανία. Και πραγματικά είναι να απορεί κανείς πώς μετά από τόσους αιώνες κατάφερε ο άνθρωπος να φορτώσει τόσες ενοχές και ντροπές ότι πιο όμορφο έχει να χαίρεται το είδος μας, τον έρωτα, αυτή τη μαγική και κινητήρια δύναμη της ύπαρξής μας. Θαυμάζεις την απελευθέρωση των αρχαίων μας προγόνων, πολύ πιο σοφών και κοντά στη φύση μας. Παράλληλα εκτιμώ ότι πολλές θεωρήσεις και ερμηνείες που επιχειρούνται στα εκθέματα και στην εικονογράφησή τους, τόσο στην έκθεση όσο και στον κατάλογο, από αρχαιολόγους, υποδεικνύονται από τον σημερινό συντηρητισμό, σοβινισμό και υποκρισία στο θέμα αυτό. Θεωρώ ότι στην αρχαία Ελλάδα και γενικότερα στον Αρχαίο κόσμο, ο έρωτας και το σεξ, οι διάφορες μορφές τους και η πρακτική τους ήταν πολύ λιγότερο περίπλοκα και φορτωμένα με συγκεκριμένες θεωρήσεις και όρια.

Κατά την γνώμη μου, ο λαός μας κουβαλάει μια ενοχή γι αυτό το «φλογερό» παρελθόν των προγόνων μας και μας κάνει να ντρεπόμαστε όταν καλούμαστε να «απολογηθούμε» απέναντι σε αλλοδαπούς επισκέπτες και φίλους. Ωστόσο, εάν καταφέρναμε να αποτινάξουμε αυτά τα επιβεβλημένα «κλισέ» θα μπορούσαμε μόνο κερδισμένοι να ήμασταν. Και αυτό το σημειώνω για τα πολλά τηλέφωνα που έχω δεχτεί γι αυτή την έκθεση από φίλους Ισπανούς οι οποίοι πληροφορήθηκαν για την έκθεση από μεγάλο αφιέρωμα της μεγαλύτερης εφημερίδας της Ισπανίας, την EL PAIS, οι οποίοι αναρωτιούνται γιατί δεν θα κρατήσει μέχρι το καλοκαίρι ενώ κάποιοι μου έκαναν και υποδείξεις «γιατί η Αθήνα δεν έχει ένα τέτοιο αρχαιολογικό, θεματικό μουσείο ή συλλογή»!

Μουσειολογικά, η έκθεση αδικείται από το περιορισμένο, κατά τ’ άλλα υπέροχο, χώρο του μεγάρου του Μουσείου. Διασπασμένη σε μικρά δωμάτια, με περιορισμένο φωτισμό, χάνεσαι κάπου, ενώ ούτε το φυλλάδιο, ούτε τα κακόγουστα βελάκια στο ψηφιδωτό και, αλλού, μαρμάρινο πάτωμα δεν σε βοηθούν να ακολουθήσεις μια συγκεκριμένη διαδρομή. Μα γιατί τα μουσεία μας «φοβούνται» τόσο πολύ να βγουν για λίγο από τον χώρο τους; Δεν υπάρχουν κατάλληλες αίθουσες στην Αθήνα για να απλωθεί σωστά μια τέτοια ενδιαφέρουσα έκθεση;

Παράλληλα αυτή εμμονή των ελληνικών Μουσείων για ημιφωτισμό, τα τελευταία χρόνια και τα κλειστά παράθυρα θεωρώ ότι είναι ατυχής, δημιουργεί συμπτώματα ασφυξίας στον επισκέπτη και δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, ειδικά σε εκθέσεις τέτοιας θεματικής. Σε συνδυασμό με γκρουπ είκοσι ατόμων την Κυριακή που επισκέφτηκα την έκθεση και κάποια κείμενα με γκρι γράμματα σε λίγο πιο ανοιχτό τόνο γκρι φόντο, κούρασαν.

Γενικότερα το Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης είναι από τα πιο προσεγμένα μουσειολογικά μουσεία στην πρωτεύουσα μας. Παρ’ όλα αυτά καθώς και το ότι δεν γνωρίζω ειδικότητες του προσωπικού του, στην είσοδό του, όπου αναγράφεται το υπεύθυνο για την μουσειογραφική διήγησή του προσωπικό, λείπουν εντελώς οι ειδικότητες του Μουσειολόγου και του Παιδαγωγού, και αυτή η έλλειψη φαίνεται και έχει και συνέπειες στον επισκέπτη.

Ο κατάλογος της έκθεσης (= 42,00 €) πλήρης και αρκετά ενδιαφέρον, ωστόσο με κακής ανάλυσης φωτογραφίες.

Αποχαιρετώντας τον Γιάννη Μόραλη

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τεύχος Φεβρουαρίου 2010, με μερικές αλλαγές επιβεβλημένες από τον λεγόμενο «δαίμων» του τυπογραφείου και των διορθωτών. Η σοβαρότερη αλλαγή/διόρθωση του δημοσιευμένου κειμένου, που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι ο Ναύαρχος Μόραλης, αδελφός του ζωγράφου είναι μέλος στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος όπου και εργάζομαι.
___________________


Ο ζωγράφος με τη γυναίκα του Μαρία Ρουσσέν, λάδι σε μουσαμά, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου



















Λίγο πριν την δύση του 2009, την Κυριακή 20 Δεκεμβρίου, έφυγε από την ζωή ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους της Ελλάδος και μια σπουδαία φυσιογνωμία της τέχνης του 20ου αιώνα, με παγκόσμια φήμη και αναγνώριση, ο Γιάννης Μόραλης. Έσβησε ήρεμα και αθόρυβα, πλήρης ημερών, έργου και τιμών, σε ηλικία 93 ετών, στην κατοικία του στην Αθήνα.



Ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε στην Άρτα στις 23 Απριλίου/ 6 Μαΐου του 1916. Ήταν το δεύτερο παιδί από τα τέσσερα του φιλόλογου Κωνσταντίνου Μόραλη και της Βασιλικής το γένος Αναστασίου Μιχάλη. Τα άλλα του αδέλφια ήταν η Όλγα, η Βασιλική και ο αγαπητός στο Πολεμικό Ναυτικό Βετεράνος Ναύαρχος Γεώργιος Μόραλης.




Εργάτες στο λιμάνι του Πειραιά το 1932, μελάνι και μολύβι, από την συλλογή του ίδιου του καλλιτέχνη.
















Από μικρή ηλικία ο Γιάννης Μόραλης άρχισε να εκφράζει τα συναισθήματά του και να αναπαριστά τις εικόνες του περιβάλλοντός του αλλά και του μυαλού του μέσω των τεχνών. Παρακολουθώντας την θεία του, Βιργινία Μιχάλη, να ζωγραφίζει, είχε την τύχη, ήδη από την προσχολική του ηλικία, να γνωρίσει τα υλικά της ζωγραφικής και να τα αγαπήσει σαν παιχνίδια αλλά και σαν μέσο επικοινωνίας, πριν ακόμα σχεδόν προλάβει να καλλιεργήσει, σε εκείνη την ηλικία, την γλώσσα και την γραφή. Πασπάλιζε τα χρώματα, τα αναμίγνυε, τα μύριζε, μουτζουρώνονταν και γρήγορα άρχισε να φτιάχνει τις δικές του ζωγραφιές.

Η οικογένεια Μόραλη εγκαθίσταται για λίγα χρόνια στην Πρέβεζα (1922 – 1927) εξαιτίας μεταθέσεως του πατέρα, και στα 1927 εγκαθίσταται μόνιμα πια στην Αθήνα, κάτι που ευνοεί τον νεαρό Μόραλη και το ενδιαφέρον του για την ζωγραφική. Η οικογένειά του παράλληλα, φροντίζει να καλλιεργήσει την κλίση του μεγάλου γιου της, πράγμα σπάνιο για την εποχή. Ο ίδιος ο ζωγράφος είχε πει ότι γνώρισε τους μεγάλους ζωγράφους από την ενημερωμένη βιβλιοθήκη του πατέρα του, από γαλλικά βιβλία και από το ένθετο περιοδικό της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός» όπου υπήρχε στο σπίτι του. Παράλληλα, ο ίδιος ο πατέρας του τον συντρόφευε στις κυριακάτικες παραδόσεις της Σχολής Καλών Τεχνών.



Το Αιγαίο, δίπτυχο, λάδι σε μουσαμά, από την ιδιωτική συλλογή του καλλιτέχνη.
















Σε ηλικία μόλις 15 χρόνων, με την βοήθεια του μετέπειτα συζύγου της αδελφής του, ζωγράφου, Γιάννη Γεωργόπουλου, συμμετέχει στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών. Επιτυγχάνει και εγγράφεται στο προπαρασκευαστικό τμήμα της σχολής, παρακολουθώντας μαθήματα του Δημητρίου Γερανιώτη («εικαστικού τέκνου» των Νικολάου Γύζη, Κωνσταντίνου Βολανάκη και Νικηφόρου Λύτρα). Ο νεαρός φοιτητής, παράλληλα με τα μαθήματά του, εμφανίζει μια μεγάλη κινητικότητα στους εικαστικούς κύκλους της πρωτεύουσας. Περνάει για λίγο από το εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη, τον οποίο θαυμάζει, αλλά δεν μπορεί να προσαρμοστεί στην «αυστηρή» ατμόσφαιρα που επικρατεί σε αυτό, σύμφωνα με δική του μαρτυρία. Τελικά καταλήγει στο εργαστήρι του Ουμβέρτου Αργυρού όπου επικρατεί μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή της θεματολογίας και τεχνικής.



Η πρώτη ενθουσιώδης κριτική για το έργο του Γιάννη Μόραλη δημοσιεύθηκε το 1932 από τον σπουδαίο τεχνοκριτικό της εποχής Δ. Κόκκινο στο ιστορικό περιοδικό «Νέα Εστία» στο οποίο τότε διευθυντής ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Επρόκειτο για κριτική στα έργα του με τα οποία συμμετείχε στην έκθεση σπουδαστών της Σχολής Καλών Τεχνών και η πρώτη του επίσημη εμφάνιση.



Το καλοκαίρι, Ακρυλικό σε μουσαμά, ιδιωτική συλλογή.

















Συχνάζει στο εργαστήρι γλυπτικής του Κώστα Δημητριάδη, φοιτά στο εργαστήρι χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού και κάνει παρέα με τους Νίκο Νικολάου, Χρήστο Καπράλο και άλλους νέους ακόμα καλλιτέχνες που θα διαπρέψουν αργότερα στα εικαστικά της χώρας μας.



Το 1935 συμμετέχει μαζί με τους Γιώργο Δήμου και Σπύρο Μπονάνο σε ένα μεγάλο διαγωνισμό για την διακόσμηση της πρωτεύουσας ενόψει της επίσκεψης του βασιλιά της Αιγύπτου Φουάντ και κερδίζουν το τρίτο βραβείο.

Αποφοιτά από τη Σχολή Καλών Τεχνών το 1936 και κερδίζει υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών, από το Κληροδότημα της Ουρανίας Κωνσταντινίδου, για σπουδές ψηφοθετικής στο εξωτερικό.

 

Πλοία, λάδι σε μουσαμά, ιδιωτική συλλογή.

















Το 1937 είναι μια χρονιά καθοριστική τόσο για την καλλιτεχνική του πορεία όσο και για την ζωή του. Τον Μάρτιο σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό ατύχημα ο πατέρας του, κάτι που του κοστίζει πολύ, αφού ήταν αυτός που τον στήριζε μέχρι τότε στα βήματά του στις τέχνες και είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους αναχωρεί μαζί με τον συμφοιτητή του και καλό φίλο Νίκο Νικολάου για την Ρώμη. Τον Νοέμβριο εγκαθίσταται στο Παρίσι και, σύμφωνα με τους όρους της υποτροφίας του, παρακολουθεί μαθήματα ψηφοθετικής στη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων. Παράλληλα εγγράφεται στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Παρισιού και παρακολουθεί μαθήματα ζωγραφικής και τοιχογραφίας.

Το 1939 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι και να επιστρέψει στην Ελλάδα, εξαιτίας της έκρηξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην Αθήνα συμμετέχει στην τελευταία προπολεμική Πανελλήνια Έκθεση στο Ζάππειο και κερδίζει το χάλκινο μετάλλιο. Κατά την διάρκεια της κατοχής, για να επιβιώσει, ασχολείται με την προσωπογραφία. Το 1941 παντρεύεται την Μαρία Ρουσσέν με την οποία χωρίζει το 1945.

 

Η Γοργόνα, λάδι σε μουσαμά, ιδιωτική συλλογή.















Το 1947 παντρεύεται τη γλύπτρια Αγλαΐα Λυμπεράκη και μαζί της αποκτά τον γιο του Κωνσταντίνο. Την ίδια χρονιά εκλέγεται τακτικός καθηγητής της προπαρασκευαστικής τάξης στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, θέση που διατήρησε μέχρι το 1983.

Μαζί με τους ζωγράφους Γιάννη Τσαρούχη, Νίκο Χατζηκυριάκο Γκίκα, Νίκο Νικολάου, Νίκο Εγγονόπουλο, Γιώργο Μανουσάκη, Γιώργος Μαυροΐδη, Λίλη Αρλιώτη, Ανδρέα Βουρλούμη, Έλλη Βοΐλα, Κοσμά Ξενάκη, Νίκο Γεωργιάδη, Παναγιώτη Τέτση, Μίνω Αργυράκη, Νέλλη Ανδρικοπούλου, Καίτη Αντύπα, Μαριλένα Αραβαντινού, Ευγένιο Σπαθάρη και τους γλύπτες Αγλαΐα Λυμπεράκη, Κλέαρχο Λουκόπουλο, Ναταλία Μελά και Γιώργο Γεωργίου, ιδρύουν την καλλιτεχνική ομάδα «Αρμός», το 1949. Στα πλαίσια της ομάδας, την επόμενη δεκαετία, θα συμμετάσχει σε πολλές ομαδικές εκθέσεις στο Ζάππειο ενώ θα διοργανώσει και την πρώτη μεγάλη ατομική του έκθεση, αποσπώντας θριαμβευτικές κριτικές, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η δεκαετία κατά την οποία καθιερώνεται ως κορυφαία μορφή των ελληνικών τεχνών.



Η Ύδρα, ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.















Παράλληλα ξεκινάει μια δεκαπενταετή συνεργασία με το Ελληνικό Χορόδραμα, σχεδιάζοντας σκηνικά και κουστούμια (1951), συνεργάζεται με το Θέατρο Κάρολου Κουν (1954) αλλά και με το Εθνικό Θέατρο (1957). Εκθέτει στο Βελιγράδι, τον Καναδά (1954), στη Βενετία (1958) ενώ το Δημοτικό Μουσείο Τορίνου αγοράζει την σύνθεσή του «Εσωτερικό» για τη συλλογή του (1958).

Το 1959 υποβάλει τα σχέδιά του για την διακόσμηση των εξωτερικών τοίχων της ΒΔ και ΝΑ πλευράς του ξενοδοχείου Χίλτον. Τα σχέδιά του εγκρίνονται και αρχίζει η εκτέλεση του έργου που ο τύπος την υποδέχεται με διθυραμβικές κριτικές. Αρχίζει τη συνεργασία του με μεγάλους Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες για την διακόσμηση τόσο δημόσιων κτιρίων όσο και ιδιωτικών κατοικιών. Μερικά από αυτά είναι το ξενοδοχείο του ΕΟΤ στη Φλώρινα, το Μον Παρνές στην Πάρνηθα, το εστιατόριο Ωκεανίς στη Βουλιαγμένη, τα περίπτερα του ΟΛΠ στην Ακτή Καραϊσκάκη (1960 – 61), το περίπτερο του ΕΟΤ «Διόνυσος» στου Φιλοπάππου (1962), το Δημαρχιακό Μέγαρο Αθηνών (1985), τον σταθμό Πανεπιστήμιο του Αττικό Μέτρο (2000 – 2001), κ.α.



Η Ύδρα, ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο, Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου.














Το 1961 ξεκινάει τη συνεργασία με τον εκδοτικό οίκο «Ίκαρος» και φιλοτεχνεί ποιητικές συλλογές των Οδυσσέα Ελύτη (1961), Γιώργου Σεφέρη (1965), κ.ά.



Μετά την δεύτερη ατομική του έκθεση το 1963 στη γκαλερί «Χίλτον» αρχίζει μια συνεπή συνεργασία με την γκαλερί «Ιόλα – Ζουμπουλάκη», μετέπειτα «Ζουμπουλάκη», πραγματοποιώντας από το 1972 έως και το 2004 όλες τις ατομικές του εκθέσεις (1972, 1978, 1983, 1992, 1997, 2002 και 2004). Παράλληλα εκθέτει στο Παρίσι (1978) και στη Νέα Υόρκη (2000), στη Σύρο, στη Νάξο και τους Δελφούς (2005).

Το 1988 η Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτζου οργανώνει μεγάλη αναδρομική έκθεση παρουσιάζοντας το σύνολο του έργου του. Τα τελευταία χρόνια ακολούθησε επίσης μεγάλη έκθεση με το έργο του Γιάννη Μόραλη από το Μουσείο Μπενάκη το 2005.



Τιμήθηκε με τον Ταξιάρχη του Φοίνικα το 1965, με το Χρυσό Μετάλλιο στο Μόναχο, στην Διεθνή Έκθεση Χειροτεχνίας το 1973, με το Αριστείο των Τεχνών από την Ακαδημία Αθηνών το 1979, με τον Ταξιάρχη της Τιμής το 1999 ενώ την 28η Ιουλίου του 2009 ο Δήμος Αίγινας τον ανακηρύσσει Επίτιμο Δημότη Αιγίνης αφού στο νησί ο ζωγράφος περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του και διατηρεί εργαστήρι.



Αφίσα που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης για τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού το 1949.















 
Ο Γιάννης Μόραλης υπήρξε από τους τελευταίους εν ζωή εκπροσώπους της λεγόμενης Γενιάς του ’30. Διαμόρφωσε την καλλιτεχνική του ταυτότητα σε μια εποχή όπου η Ελληνική ζωγραφική αναζητούσε μια ισορροπία ανάμεσα στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και την ελληνική παράδοση, κάτι που κατάφερε με επιτυχία ο Γιάννης Μόραλης σε όλα τα στάδια της καλλιτεχνικής του πορείας. Τα έργα του, από τα πρώτα ρεαλιστικά του πορτραίτα μέχρι τα εντελώς σχηματικά, τοποθετούν τον άνθρωπο στο κέντρο, αναδεικνύουν τον εσωτερικό του κόσμο, ενώ τα χρώματά του επιτυγχάνουν να παραστήσουν το Ελληνικό φως και την χρωματική πανδαισία της Ελληνικής φύσης.



Όσοι γνώρισαν τον Γιάννη Μόραλη μαρτυρούν την μεγαλειότητα του έργου του δασκάλου και την πραότητα του χαρακτήρα του. Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά αλλά μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει μέσα από τους καμβάδες του και από τα συναισθήματα που μεταδίδουν τα έργα του τον χαρακτήρα του ανθρώπου – καλλιτέχνη. Έχω όμως την ευτυχία να γνωρίζω από το Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος τον αδελφό του, Γεώργιο Μόραλη, παλαίμαχο του Πολεμικού Ναυτικού. Και μπορώ να διακρίνω ότι η αξιοπρέπεια, η διάθεση για επικοινωνία και μετάδοση των εμπειριών και γνώσεων στους νεότερους, το ήθος και η λεπτή αίσθηση του χιούμορ είναι οικογενειακό προσόν της οικογένειας Μόραλη. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο χαρακτήρας εκδηλώνεται σε πολύ νεότερους σε ηλικία, που, σύμφωνα με τις καθιερωμένες στρατιωτικές και κοινωνικές επιταγές, οφείλουν σεβασμό σε τέτοιες προσωπικότητες της ιστορίας μας. Και αυτό είναι το προσόν των μεγάλων «δασκάλων» και σπουδαίων ανθρώπων: να εμπνέουν σεβασμό και όχι να τον επιβάλουν.

Η βορειοδυτική όψη του ξενοδοχείου Χίλτον. Γραμμική σύνθεση σε Γιαννιώτικο μάρμαρο.









Το περιοδικό «Ναυτική Ελλάς» του οποίου ο Ναύαρχος Μόραλης είναι συνδρομητής, και εγώ προσωπικά, εκφράζουμε τα θερμά μας συλλυπητήρια στους οικείους του μεγάλου καλλιτέχνη.



___________

Βιβλιογραφία:

• Βέργος Πέτρος, Γιάννης Μόραλης: χαρακτικά. Αθήνα, εκδ. Βέργος, 1993.

• Κόκκινος, Δημήτριος, αρχείο περιοδικού Νέα Εστία, τευχ. 135 (1932) και 159 (1933).

• Λαμπράκη – Πλάκα Μαρίνα, Εθνική Πινακοθήκη100 χρόνια. Τέσσερις αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Αθήνα, 2001.

• Οι Έλληνες ζωγράφοι, τόμ. 2. Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1976. Λεξικό Ελλήνων καλλιτεχνών: ζωγράφοι-γλύπτες-χαράκτες, 16ος-20ός αιώνας, Αθήνα, εκδ. Μέλισσα, 1997-2000.

• Χρήστου Χρύσανθος, Η Εθνική Πινακοθήκη: ελληνική ζωγραφική 19ος-20ος αιώνας, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1992.

• Χρήστου Χρύσανθος, Μυρτώ Κουμβακάλη-Αθανασιάδη, Νεοελληνική γλυπτική 1800-1940, Αθήνα, εκδ. Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, 1982.


Λεπτομέρεια της Βορειοδυτική όψης του ξενοδοχείου Χίλτον όπου απεικονίζονται σχηματικά τριήρεις.