Πέμπτη 25 Μαρτίου 2010

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα - Μαντώ Μαυρογένους

Το παρακάτω άρθρο μου έχει δημοσιευτεί στα περιοδικά "Θαλασσινοί Απόηχοι" τεύχος Μαρτίου 2009 και "Πλεύση" Μάρτιος 2010.



 
Στα πλαίσια του εορτασμού της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου καθώς και του διεθνή εορτασμού για την γυναίκα στις 8 Μαρτίου κάθε έτους, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε τις δύο μεγάλες ηρωίδες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και την Μαντώ Μαυρογένους, όπως σκιαγραφούνται ως προσωπικότητες και εικόνες από τις συλλογές και τα αρχεία του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος.

Βεβαίως, η συμβολή της γυναίκας στην απελευθέρωση και τους αγώνες της χώρας μας, δεν περιορίζεται στη δράση των δύο γνωστών ηρωίδων. Αξίζει να αναφερθεί η στήριξη της γυναίκας, αδελφής, μάνας του ήρωα του ’21. Η ανώνυμη αυτή γυναίκα βρισκόταν δίπλα στον πολεμιστή για να τον στηρίξει, να τον εφοδιάσει, να προσευχηθεί για εκείνον και όταν εκείνος έπεφτε στην μάχη, αντί να κλάψει, να αρπάξει από τα χέρια του το καριοφίλι και να πολεμήσει γενναία και εκείνη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ελληνίδας γυναίκας και της θυσίας της στην ελληνική επανάσταση αποτελεί η Μεσολογγίτισσα μάνα που τόσο παραστατικά και δραματικά παρουσιάζει ο Διονύσιος Σολωμός στο έργο του Ελεύθεροι Πολιορκημένοι «...λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί και η Μάνα το ζηλεύει...». Η Σουλιώτισσα γυναίκα ήταν εκείνη που πρώτη εκείνη έκανε πράξη το σύνθημα της επανάστασης «Ελευθερία ή Θάνατος» για να εμπνεύσει όλο το υπόλοιπο έθνος.

Ωστόσο, περισσότερα βιβλιογραφικά στοιχεία και κειμήλια που να μπορούν να συνθέσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της δράσης της γυναίκας εκείνης της εποχής, υπάρχουν για τις δύο ηρωίδες οι οποίες αποτελούν και το κεντρικό θέμα αυτής της παρουσίασης.

Οι δύο γυναίκες είχαν διαφορετική καταγωγή, προέρχονταν από διαφορετική κοινωνική τάξη, είχαν διαφορετική μόρφωση, αλλά παρουσίαζαν πολλά κοινά στοιχεία στη δράση τους. Μετά την έναρξη της Επανάστασης αψηφούν τους κινδύνους, ενεργούν εκτός πλαισίων που καθόριζε η θέση της γυναίκας εκείνης της εποχής και επιδεικνύουν χαρακτηριστική περιφρόνηση προς το συμφέρον της προσωπικής τους περιουσίας και κληρονομιάς, το οποίο θυσιάζουν προσφορά για την απελευθέρωση.

Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα γεννήθηκε στη φυλακή της Κωνσταντινούπολης. Η μητέρα της, Παρασκευώ, είχε πάει εκεί να επισκεφτεί τον άντρα της, Σταυριανό Πινότση, ο οποίος βρισκόταν φυλακισμένος από τους Τούρκους για την συμμετοχή του στην επανάσταση της Πελοποννήσου του 1769 – 70 (τα γνωστά Ορλωφικά). Ο Σταυριανός Πινότσης, βαριά άρρωστος, αντίκρισε την νεογέννητη κόρη του και λίγο αργότερα ξεψύχησε.

Η ηρωίδα μεγάλωσε στις Σπέτσες. Παντρεύτηκε δύο φορές, το 1788 τον Δημήτριο Γιάννουζα και το 1801 τον Δημήτριο Μπούμπουλη. Και οι δύο σύζυγοί της, καπεταναίοι, σκοτώθηκαν σε συμπλοκές με πειρατές που λυμαίνονταν τα παράλια της Ελλάδος. Η Λασκαρίνα κληρονομώντας μια τεράστια περιουσία από τον τελευταίο σύζυγό της, δε δίστασε να αναλάβει την διαχείριση και τις εμπορικές δραστηριότητες της οικογενειακής περιουσίας και μάλιστα με ιδιαίτερη επιτυχία, αφού κατάφερε να την αυξήσει σημαντικά λαμβάνοντας μέρος σε συνεταιρισμούς εμπορικών πλοίων της εποχής και στην συνέχεια ναυπηγώντας δικά της πλοία.

Στα 1816 η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατήγγειλε την Μπουμπουλίνα με κατηγορία ότι τα πλοία του δεύτερου άντρα της συμμετείχαν υπέρ των Ρώσων στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, και επιδίωξε την κατάσχεση της περιουσίας της. Εκείνη, δεν δίστασε να πάει στην Κωνσταντινούπολη, παρά τον κίνδυνο σύλληψής της. Ο Ρώσος Πρέσβης Στρογκόνωφ της πρότεινε να την φυγαδεύσει στην Κριμαία, σε κτήμα που της πρόσφερε ο Ρώσος Τσάρος Αλέξανδρος Α΄. Πριν αναχωρήσει κατάφερε να συναντήσει την ίδια την μητέρα του Σουλτάνου, Βαλιντέ, την οποία κέρδισε με τον ευθύ και επίμονο χαρακτήρα της. Της ζήτησε να πείσει τον γιο της Σουλτάνο να μην κατασχέσει την περιουσία της, πρόταση και έγινε αποδεκτή ενώ ταυτόχρονα εκείνη ορκίζονταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας!

Τον Μάρτιο του 1821, στο λιμάνι των Σπετσών η Μπουμπουλίνα υψώνει την δική της επαναστατική σημαία στο καράβι της «Αγαμέμνων» ενώ έχει ήδη σχηματίσει δικό της εκστρατευτικό σώμα από Σπετσιώτες. Συμμετέχει στον αποκλεισμό και πολιορκία του Ναυπλίου, της Μονεμβασιάς, της Πύλου. Κατά την άλωση της Τριπολιτσάς αποδεικνύει ότι δεν έχει χάσει την γυναικεία της ευαισθησία αφού βοήθησε να σωθεί το χαρέμι του Χουρίτ Πασά από τη σφαγή.

Κατά την συμμετοχή της στις μάχες της Πελοποννήσου γνωρίζεται με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και αναπτύσσεται αμοιβαία φιλία και σεβασμός μεταξύ τους που οδηγεί στην παντρειά των παιδιών τους.

Πολύ γρήγορα όλη η προσωπική της περιουσία ξοδεύτηκε για την Επανάσταση. Έτσι την βρίσκουμε ήδη από το 1822 να ζει στο Ναύπλιο σε σπίτι που της δόθηκε με κλήρο από το νεοσύστατο κράτος για την προσφορά της στη πατρίδα. Όμως όταν αντιδρά στην φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, το 1824, εξορίζεται στις Σπέτσες και χάνει τον κλήρο. Εκεί, παρόλη την πίκρα της για τους πολιτικούς αλλά και τα οικονομικά της προβλήματα, αρχίζει να προετοιμάζεται για νέες μάχες, για την απομάκρυνση του κινδύνου να πνιγεί η ελληνική επανάσταση από τον Ιμπραήμ Πασά που φτάνει στην Πελοπόννησο με τον Τουρκο-αιγυπτιακό στόλο. Την προλαβαίνει η άδοξη δολοφονία της για οικογενειακή φιλονικία, το 1825.

Μετά τον θάνατό της η Ρωσική Αυτοκρατορία της απένειμε τον τίτλο της «Ναυάρχου», τιμή με παγκόσμια αποκλειστικότητα για γυναίκα.

Η Μαντώ Μαυρογένους γεννήθηκε στην Τεργέστη, το 1796, κόρη του έλληνα μεγαλέμπορου Νικολάου Μαυρογένη και απέκτησε πολύ πιο εκλεπτυσμένη μόρφωση. Μεγάλωσε στο άνετο αστικό περιβάλλον της σπουδαίας ευρωπαϊκής πόλης, γνώρισε και ασπάστηκε τις αρχές και ιδέες του διαφωτισμού. Το λεπτεπίλεπτο παρουσιαστικό της έκρυβε έναν εκρηκτικό χαρακτήρα ο οποίο εκδηλώθηκε με την κήρυξη της επανάστασης του ’21.

Έχοντας εγκατασταθεί λίγο πριν την κήρυξη του Αγώνα στη Μύκονο, εξοπλίζει με την προσωπική της περιουσία, δύο πλοία, ενώ προτρέπει τους Μυκονιάτες να εξοπλίσουν άλλα τέσσερα ακόμα, και τα προσφέρει στο Έθνος. Στις 22 Οκτωβρίου 1822 η ίδια, ως άξια οπλαρχηγός, συμμετέχει στην απόκρουση του εκστρατευτικού σώματος Τούρκων στη Μύκονο. Το 1823, με δικό της εκστρατευτικό σώμα μάχεται για την απελευθέρωση της Εύβοιας, της Θεσσαλίας και της Ρούμελης.

Το 1826, έχοντας σχεδόν ξοδεύσει όλη της την περιουσία για τον Αγώνα, εκποιεί τα κοσμήματά της για την περίθαλψη δύο χιλιάδων Μεσολογγιτών που σώθηκαν από την έξοδο.

Αξίζει να σημειωθεί ότι γνωρίζοντας άριστα τη Γαλλική και την Ιταλική γλώσσα, αποστέλλει συνεχώς επιστολές σε γυναικεία κινήματα στη Γαλλία και Αγγλία οι οποίες συγκινούν και εντυπωσιάζουν τις ευρωπαίες, εμπνέουν τον φιλελληνισμό και συζητούνται για καιρό στα δυτικά σαλόνια.

Ο Καποδίστριας της απένειμε τον επίτιμο βαθμό της Αρχιστρατήγου και αρχικά, εγκαθίσταται στο Ναύπλιο, σε σπίτι που της παραχωρήθηκε. Όμως απογοητευμένη από τις πολιτικές ίντριγκες της εποχής, που την εμπλέκουν, αλλά και από την ατυχή κατάληξη της προσωπικής της σχέσης με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, επιστρέφει στη Μύκονο. Πέθανε το 1840 στην Πάρο, πάμπτωχη και λησμονημένη από την πολιτεία.

Στις εικονογραφήσεις των δύο ηρωίδων της Επανάστασης τις συναντάμε ως ατρόμητες μαχήτριες, αγωνιζόμενες για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα με πιο αδρά και αρρενωπά χαρακτηριστικά ενώ η Μαντώ Μαυρογένους με πιο εκλεπτυσμένη φυσιογνωμία. Ωστόσο θα τις αδικούσαμε εάν δεν αναγνωρίζαμε τη γυναικεία τους φύση, που κάνει και πιο σημαντική την αξία της προσφοράς τους. Δύο γυναίκες που δεν απαρνήθηκαν την θηλυκότητά τους, απλά αγωνίστηκαν για την πατρίδα στο πλευρό των ανδρών αγωνιστών ισάξιες μ’ αυτούς. Αυτό αποδεικνύεται με δύο σπάνιες και πανέμορφες απεικονίσεις των ηρωίδων που εκτίθενται στην αίθουσα της Επανάστασης του 1821 του Ναυτικού Μουσείου της Ελλάδος. Πρόκειται για τις γκραβούρες του Δανού Adam Friedel ο οποίος γνώρισε προσωπικά τις ηρωίδες και τις σχεδίασε, σίγουρα επηρεασμένος από τον ρομαντισμό που κυριαρχεί στις ευρωπαϊκές τέχνες εκείνη την εποχή. Δεν έχουμε κανένα λόγο να υποθέσουμε ότι δεν ήταν πολύ κοντά στην πραγματική τους εικόνα, αφού σύμφωνα με τους βιογράφους του καλλιτέχνη, απέδωσε με τα πορτραίτα του πολύ φυσικά τα εικονογραφούμενα πρόσωπα.

Ο Adam Friedel, γνώρισε τον Λόρδο Βύρωνα και εμπνεύστηκε από την αγάπη του για την Ελλάδα. Ο φιλέλληνας Λόρδος τον σύστησε στην Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου και έτσι βρέθηκε στην Ελλάδα. Μεταξύ του 1821 και 1824. συνόδευε τους έλληνες οπλαρχηγούς, ως λίγο στρατιώτης, αν και δίχως καμιά πολεμική ικανότητα, λίγο μουσικός και λίγο ζωγράφος. Κουβαλούσε μαζί του μια μικρή λιθογραφική εκτυπωτική μηχανή και αποτύπωσε στα έργα του τα πρόσωπα των οπλαρχηγών που συναντούσε, την Μαντώ Μαυρογένους, την Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Ιωάννη Κωλέττη, τον Μάρκο Μπότσαρη κ.ά. Γυρνώντας στο Λονδίνο εκτύπωσε και κυκλοφόρησε συνολικά εικοσιτέσσερα πορτραίτα Ελλήνων οπλαρχηγών του ’21. Στη συνέχεια τα επιχρωμάτισε και επανεκτύπωσε σε πολλά αντίγραφα ο J. Bouvier, τόσο στο Λονδίνο, όσο και στο Παρίσι.

Τα πορτραίτα αυτά τα συναντάμε στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος, στο Μουσείο Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας στις Σπέτσες, στο Εθνικό – Ιστορικό Μουσείο, στην Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας και Πολιτισμού, σε ιστορικά μουσεία στο εξωτερικό και σε ιδιωτικές συλλογές.

Στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος φυλάσσονται και δύο σπουδαία κειμήλια των ηρωίδων του ’21, τα οποία προς το παρόν δεν εκτίθενται λόγο έλλειψης χώρου αλλά και διαφορετικής θεματικής από τις υπόλοιπες συλλογές του Μουσείου. Πρόκειται για το πάπλωμα της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας και την ομπρέλα της Μαντώ Μαυρογένους, που για πρώτη φορά παρουσιάζονται εδώ στο κοινό. Προσωπικά αντικείμενα των ηρωίδων που μαρτυρούν τη γυναικεία τους ευαισθησία και φύση, παρά την ηρωική τους δράση και συμμετοχή στους σκληρούς αγώνες της Επανάστασης.

Στο ιστορικό αρχείο του Μουσείου φυλάσσεται προσωπική επιστολή της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας, με ημερομηνία 29 Ιουλίου 1821. Απευθύνεται στον Σπετσιώτη Χαράλαμπο Περούκα σχετικά με δοσοληψίες για τον εφοδιασμό των πλοίων της.

Τέλος ο ερευνητής μπορεί να βρει στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου - την πλουσιότερη ναυτική βιβλιοθήκη της Ελλάδος και μια από τις πιο σημαντικές στην Μεσόγειο - μια πλούσια βιβλιογραφία για τις δύο ηρωίδες και την δράση τους. Από τους τόμους αυτούς ξεχωρίζουμε και αναφέρουμε την πρωτότυπη γαλλική έκδοση του 1909 της ιστορίας της οικογένειας Μαυρογένη, από τον ερευνητή Theodore Blancard καθώς και την γαλλική νουβέλα με θέμα την ζωή της Μαντώ Μαυρογένους η οποία εκδόθηκε στο Παρίσι το 1825 και επανεκδόθηκε στην Ελλάδα το 1976, σε επιμέλεια του Ι.Α. Μελετόπουλου.

    

Κυριακή 14 Μαρτίου 2010

«Πρόσωπα του Μοντερνισμού, η ζωγραφική στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία: 1910 – 1940», μια καλή έκθεση, με ορθή μουσειογραφική επιμέλεια

Επιτέλους, μια σοβαρή παρουσίαση, με σεβασμό στα έργα που παρουσιάζει αλλά και στο κοινό είναι η έκθεση «Πρόσωπα του Μοντερνισμού, η ζωγραφική στη Βουλγαρία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία: 1910 – 1940» που λειτουργεί αυτό τον καιρό στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη.

Χαίρομαι που γράφω γι αυτή την έκθεση, και το κάνω με ενθουσιασμό, διότι, μέχρι τώρα, στο σύντομο διάστημα ζωής αυτού του ιστολογίου, για όσες εκθέσεις έχω γράψει, έχω γκρινιάξει για έλλειψη βασικών αρχών της μουσειολογίας, και δεν θα ήθελα ούτε η γκρίνια αυτή να με χαρακτηρίσει αλλά ούτε να καθιερωθεί και να γίνει και συνήθεια. Όταν βλέπουμε κάτι καλό, πρέπει να το επικροτούμε και να το χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα. Διότι είναι απαράδεχτο, στον σημερινό ελληνικό μουσειακό χώρο να μην γνωρίζουμε τι είναι μουσειολογία και μουσειολόγος.

Η έκθεση απλώνεται σε τρείς ορόφους του όμορφου κτιρίου του Ιδρύματος, από τον τέταρτο έως τον δεύτερο. Η αλήθεια είναι ότι εγώ την είδα λίγο ανάποδα την έκθεση, διότι αποφάσισα να ανεβώ από τις σκάλες, για να δω όλους τους ορόφους του Ιδρύματος (ήταν η πρώτη μου επίσκεψη, δυστυχώς έχασα την έκθεση του Παπαλουκά) και δεν ενημερώθηκα στην υποδοχή (εισιτήρια) για την πορεία της έκθεσης ούτε πρόσεξα κάποια έγγραφη ενημέρωση. Καλό θα ήταν να ενημερώνουν τους επισκέπτες τα, κατά τ’ άλλα πολύ ευγενικά και εξυπηρετικά, κορίτσια της υποδοχής.

Πρόσεξα αμέσως τα βασικά, από την άποψη της μουσειολογίας. Οι πίνακες βρίσκονταν στο σωστό ύψος (το κέντρο στο ύψος των ματιών – επιτέλους τα μουσεία μας δεν είναι ελληνικά σαλόνια με τους πίνακες σε οποιοδήποτε ύψος, μέχρι το ταβάνι, σε σκαλάκια, κτλ), έτσι απέφυγα την συνήθη μουσειακή ζαλάδα, ο φωτισμός καλός, δίχως να δημιουργεί σκιές και αντικατοπτρισμούς, έντονος αλλά όχι κουραστικός (επιτέλους τέλος στον σκοταδισμό των μουσειακών εκθέσεων, μόδα ήταν, πάει πέρασε, δεν εξυπηρετεί σε τίποτα και ούτε τα έργα δεν είναι πια τόσο ευαίσθητα, αν ήταν έγγραφα 500 ετών ή φωτογραφίες του 1900 θα το καταλάβαινα) και τα κείμενα γενικά καλά, συνοπτικά, κατανοητά και μαύρα γράμματα σε λευκό φόντο, ό,τι πιο ξεκούραστο και καθαρό.
 
Στην έκθεση συνάντησα μερικούς από τους αγαπημένους μου πίνακες, όπως «το σπίτι που ονειρεύεται» του Μιχάλη Οικονόμου και «το χωράφι με στάχυα» του Νίκου Λύτρα. Η παχύρευστη πινελιά του Λύτρα δίνει μια αίσθηση ότι ο πίνακας έχει μόλις ζωγραφιστεί και ότι ακόμα δεν έχει στεγνώσει, σε μεταφέρει στον σημείο που ο ζωγράφος βλέπει το τοπίο και εμπνέεται και άρα παρασύρεσαι να συμμετάσχεις. Η άχλη του Οικονόμου κάνει όλους τους πίνακες του ονειρικούς και εσένα πρωταγωνιστή του ονείρου.

Βεβαίως υπήρξαν και εκπλήξεις για μένα. Τα δύο έργα «πορτραίτο με χάρτινα άνθη» (1934) και «παραλλαγή πορτραίτου με χάρτινα άνθη» (1936) του Τσαρούχη, δεν μου θύμισαν καθόλου το γνωστό ύφος Τσαρούχη. Αν τα έβλεπα, δίχως λεζάντα, δεν θα πήγαινε ποτέ το μυαλό μου στον Τσαρούχη. Στις φωτογραφίες ίσως δεν φαίνεται καθαρά και η έκφραση του προσώπου να παραπέμπει σε Τσαρούχη, αλλά από κοντά, η πιο παχύρευστη πινελιά, το πιο έντονο χρώμα και πιο γυαλιστερό, είναι κάτι που σε ξεγελάει.

Πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθείς την πορεία του μοντερνισμού σε Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία, αναζητώντας κοινά σημεία αλλά και διαφορές. Αγάπησα Elena Karamihaylova, Yordan Kyuliev, Boris Georgiev και Nikola Marinov.

Ο κατάλογος πολύ καλός και με πιο προσιτή τιμή (=28 ευρώ – καλό είναι το Ίδρυμα Θεοχαράκη να συστήσει τον εκδοτικό οίκο με τον οποίο συνεργάζεται και σε άλλους οργανισμούς και μουσεία). Συνήθως αναφέρω την τιμή των καταλόγων της έκθεσης διότι ο κατάλογος είναι ένα εκπαιδευτικό μέσο, δεν είναι απλά για να κοσμήσουμε την βιβλιοθήκη μας και να το παίξουμε κουλτουριάρηδες. Και δυστυχώς οι κατάλογοι των εκθέσεων και των μουσείων έχουν ξεφύγει σημαντικά τελευταία στην τιμή.
 
Στο οικονομικό θα σταθώ και σε σχέση με το εισιτήριο. Ένα εισιτήριο 6 ευρώ ίσως να μην ακούγεται πολύ, αλλά για πόσες φορές, μία έκθεση το δίμηνο; Για μια μέση, ελληνική οικογένεια τα έξη ευρώ είναι πολλά. Εγώ βέβαια μπήκα με ελευθέρας διότι θα μου ήταν αδύνατο να παρακολουθώ όλες αυτές τις εκθέσεις με πληρωμή εισιτηρίου. Εάν θέλουμε να καλλιεργήσουμε την συνήθεια επίσκεψης του Έλληνα στα μουσεία, πρέπει οπωσδήποτε να ασχοληθούμε με την τιμή του εισιτηρίου. Κατά την γνώμη μου, όποιο δημόσιο αλλά και ιδιωτικό μουσείο επιχορηγείται από το κράτος ή την Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να έχει δωρεάν είσοδο. Δεν είναι δυνατόν να πληρώνουμε τα μουσεία δύο φορές, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού αλλά και με εισιτήριο.



Κυριακή 7 Μαρτίου 2010

Nέα, μεγάλη και διάφανη Πινακοθήκη μόνο;




Διάβασα στο Επτά της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας με μεγάλο ενδιαφέρον το άρθρο της δημοσιογράφου Πάρης Σπίνου για το νέο κτίριο που αναμένεται να αποκτήσει η Εθνική Πινακοθήκη μέχρι το 2013. Ένα υπερσύγχρονο, διάφανο κτίριο όπου θα παρουσιαστεί σε όλη την έκτασή της την υπέροχη συλλογή των πινάκων του σημαντικότερου ιδρύματος της χώρας για την ελληνική ζωγραφική.

Βεβαίως, όπως πάντα δύσπιστος με τους δημοσιογράφους που κρίνουν τα αρνητικά ενός έργου μόνο εφ’ όσον παρουσιαστεί στο κοινό, ενώ μέχρι τότε αναπαρήγαγαν τα δελτία τύπου, όπως έγινε με την ανακαίνιση του Αρχαιολογικού Μουσείου κατά την Ολυμπιάδα ή με το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, κτλ., κτλ., αναρωτιέμαι αν στην ομάδα που παρουσίασε την πρόταση και στην ομάδα που θα επιλεχτεί για να την πραγματοποιήσει συμμετείχε ή θα συμμετάσχει μουσειολόγος, παιδαγωγός, επαγγελματίες της έκθεσης, της μουσειογραφίας και των μουσείων γενικότερα.

Δυστυχώς, αυτό που συμβαίνει στην χώρα μας, σε σχέση με την αρχιτεκτονική μουσείων, είναι ότι σχεδιάζουμε και πραγματοποιούμε ένα υπερσύγχρονο, πανέμορφο κτίριο (αν και όχι απαραίτητα) δίχως όμως να έχουμε λάβει υπ’ όψιν τις συλλογές που θα στεγάσει και τις ανάγκες που θέλουμε να εξυπηρετήσουμε. Έτσι έχουμε ένα υπέροχο Νέο Μουσείο της Ακρόπολης όπου τα υπέροχα γλυπτά της αρχαϊκής εποχής χάνονται δίπλα σε τεράστιες τσιμεντένιες κολόνες ή το σημαντικότερο αρχαιολογικό μουσείο της Ευρώπης, το αρχαιολογικό μας, με ντουλάπες – βιτρίνες, κτλ., κτλ.

Ελπίζω να μην συμβεί το ίδιο με την νέα μας Εθνική Πινακοθήκη, αν και πολύ το φοβάμαι, διότι ήδη από το προσωπικό της λείπουν οι ειδικότητες τις οποίες προαναφέρω και αυτό είναι εμφανές στις συλλογές της που εκτίθενται σήμερα με υποδεέστερο τρόπο από αυτόν που τους αξίζει. Η Εθνική μας Πινακοθήκη έχει αξιόλογους εικαστικούς που θεωρητικά μπορούν να δέσουν μια εικαστική έκθεση με τον πιο άριστο τρόπο, αλλά οι άνθρωποι δεν ξέρουν ούτε από εκπαίδευση, ούτε από μουσειογραφία.

Η λύση των αρχιτεκτόνων που είναι και μουσειολόγοι, αναλόγα με τους αρχαιολόγους στα αρχαιολογικά μουσεία που είναι και μουσειολόγοι και φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί και όλα μαζί, είναι όχι μόνο αιτία ανεργίας για πολλούς αλλά και αιτία εκπτώσεων σε εκθέσεις και μουσειακά κτίρια. Και όταν πρόκειται για ένα έργο που δεν θα μείνει μόνο για ένα εξάμηνο, όπως θα συνέβαινε με μια περιοδική έκθεση, αλλά θα μείνει κληρονομιά στην χώρα και το μέλλον μας, τέτοιες εκπτώσεις και φτήνιες δεν επιτρέπονται. Σε τέτοια έργα απαιτείται μια ομάδα επιστημόνων, από διαφορετικούς χώρους και ατελείωτες ώρες εποικοδομητικών διαφωνιών για το καλύτερο αποτέλεσμα που θα εξυπηρετεί όλες τις ανάγκες των συλλογών και του κοινού.






Έκθεση Miro στον Ελληνικό Κόσμο



Όταν το καλοκαίρι άρχισαν τα δημοσιεύματα για την έκθεση του Miro στην Θεσσαλονίκη, είχα ζηλέψει τόσο πολύ που δεν θα μπορούσα να την επισκεφτώ, αφού το φθινόπωρο με περίμενε πολύ δουλειά για το στήσιμο της έκθεσης «Βολανάκη» στο Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος και θα ήταν ακατόρθωτο να ταξιδέψω μέχρι την συμπρωτεύουσα. Τελικά ήρθε η έκθεση στην Αθήνα και έτσι, σήμερα, μετά από μια βόλτα στο Μουσείο Μπενάκη αποφάσισα να περπατήσω λίγο πιο κάτω, μέχρι τον Ελληνικό Κόσμο για τον Miro (αν και τελικά το να περπατάς στην Πειραιώς αποδεικνύεται ολόκληρη περιπέτεια και ίσως θα ήταν καλό να το σκεφτούν αυτό όλα τα πολιτιστικά ιδρύματα που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην Πειραιώς και να προτείνουν λύσεις στην πολιτεία).

Βεβαίως ο Miro μπορεί να αποδειχτεί ιδιότροπος, ιδιαίτερος και ακατανόητος για τον ανίδεο έλληνα στον ισπανικό, καλλιτεχνικό μοντερνισμό. Δυστυχώς μας λείπει στην Ελλάδα η αισθητική καλλιέργεια και η καλλιτεχνική παιδεία στα σχολεία μας και μπορούμε να εκτιμήσουμε μόνο την αναπαραστατική τέχνη, οπότε καταλαβαίνω απόλυτα τα σχόλια των απογοητευμένων επισκεπτών, που αναρωτιόντουσαν αν αυτό είναι τέχνη.

Πάντως στα έργα του Miro μπορείς να διακρίνεις τα έντονα μεσογειακά χρώματα, όπως τα γνώρισε και ο καλλιτέχνης στη Μαγιόρκα. Τα σχέδιά του, γεμάτα παιδικότητα, alegria, ενθουσιασμό, αισιοδοξία είναι σαν να σε προκαλούν να βουτήξεις τα χέρια σου μέσα στις μπογιές, να πασαλειφτείς σαν παιδί, να διαφωνήσεις με τον ζωγράφο και να συμπληρώσεις με λίγο πιο πολύ κόκκινο εκείνη την γωνία του πίνακα που του ξέφυγε χρωματικά. Θεωρώ ότι ένα εργαστήρι ζωγραφικής για μικρούς και μεγάλους στη συγκεκριμένη έκθεση θα ήταν σπουδαία δραστηριότητα για την συμπλήρωσή της.

Πραγματικά, τα παιδιά – επισκέπτες φαίνονταν να απολαμβάνουν την επίσκεψη πολύ περισσότερο από τους άλλους επισκέπτες, αφού επηρεασμένα από την πανδαισία των χρωμάτων, τσίριζαν, χοροπήδαγαν και έκαναν τα πιο πετυχημένα και αυστηρά σχόλια για τα ζωγραφικά έργα του Miro. Κάτι που εκνεύρισε τους φύλακες, που μάλλον είχαν κουραστεί, και άρχισαν με την σειρά τους να τσιρίζουν στις μανάδες για να μαζέψουν τα παιδιά τους. Αν οι φωνές των παιδιών ενόχλησαν λίγο, αλλά χαριτωμένα,οι φωνές των φυλάκων, καθώς είχα χαθεί μέσα στον μαγικό, πολύχρωμο κόσμο του Miro, με τρόμαξαν.

Σε κάθε παρόμοια περίπτωση υπογραμμίζω το ίδιο. Στο Μουσείο του Λούβρου επιτρέπεται η φωτογράφιση, στην έκθεση του Miro, στον Ελληνικό Κόσμο γιατί όχι;

Ο Ελληνικός Κόσμος φαίνεται να είναι ένα ίδρυμα που άρπαξε την ευκαιρία των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων για τις τέχνες και τον πολιτισμό και πραγματικά κατασκευάστηκε ένα τεράστιο σύμπλεγμα κτιρίων, με άριστη τεχνολογία, με τον θόλο, το θέατρο, τους εκθεσιακούς χώρους, κτλ. Την έκθεση Miro γιατί την εξόρισε στο υπόγειο γκαράζ; Δυσκολεύτηκα να βρεθώ στην έκθεση, διασχίζοντας τα αμάξια στον παρκινγκ. Ο χώρος δεν ενδείκνυται, ενώ ήταν και μικρός και δεν αναδεικνύονταν τα έργα.

Πολύ καλή η προσπάθεια για ανάγλυφη παρουσίαση των έργων του ζωγράφου και μεταφορά των κειμένων σε γραφή Braille για τυφλούς. Οι ανάγλυφες μεταφορές των πινάκων θα έπρεπε να είναι τοποθετημένες λίγο πιο χαμηλά ώστε να είναι προσβάσιμες και από τα παιδιά. Εγώ πάντως άγγιξα τα έργα και πολύ το χάρηκα.

Πάντως σε αυτό το σημείο θα θελα να σημειώσω ότι πέρα από την έλλειψη μουσειολογικής επιμέλειας που συναντάμε στα μουσεία μας και στις εκθέσεις τέχνης στην Ελλάδα (και για το οποίο συνεχώς γκρινιάζω) ξεχνάμε ότι καλό θα ήταν στο στήσιμο μιας έκθεσης να συμβουλευόμαστε και έναν εκπαιδευτικό ώστε η έκθεσή μας να μην χάνει στο παιδευτικό της χαρακτήρα έναντι των ιδιαιτεροτήτων της κάθε αίθουσας ή αισθητικής.

*Μην αναζητήσετε κατάλογο της έκθεσης. Αντί αυτού προσφέρεται στην τιμή των 5,90 ευρώ βιβλίο - ένθετο της Καθημερινής για τη ζωή και το έργο του Μiro.





Κυριακάτικο πρωινό στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς / εκθέσεις γλυπτικής ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΜΠΡΟΥ – φωτογραφίας ANSELS ADAMS – φωτογραφίας NACED CITY


Το σημερινό μαρτιάτικο κυριακάτικο πρωινό, με το ψιλόβροχο και το χειμωνιάτικο κρύο, που μας ξαναθυμήθηκε, ήταν μια καλή ευκαιρία για μια ακόμη επίσκεψη στο Μουσείο Μπενάκη, αυτή τη φορά για άλλες εκθέσεις, εκτός από την έκθεση «φαινόμενο» του Γιάννη Τσαρούχη.
 
Ξεκίνησα την επίσκεψη μου στο αίθριο, όπου λειτουργεί η έκθεση γλυπτικής του Σκυριανού Γιώργου Λάμπρου. Έχοντας περάσει έξη χειμωνιάτικους μήνες ως Σμηνίτης στη Σκύρο (2001), στο αεροδρόμιο, και μην έχοντας τι άλλο να κάνω εκείνον τον αδρανή χειμώνα, στις εξόδους μου (πέρα του ότι διάβασα όλα την βιβλιογραφία του Καζαντζάκη!!!), πέρασα ατελείωτες ώρες παρατηρώντας τις φυσικές ομορφιές του νησιού, την σκληρότητα του εδάφους, το χώμα, τις γραμμές και τα σχήματα της γης που δημιουργήθηκαν από το πάντρεμά της με τους ατελείωτους ανέμους που σφυροκοπούν το νησί, στη μέση ακριβώς του Αιγαίου. Και αναγνώρισα εκείνα τα σημάδια στα γλυπτά του Γιώργου Λάμπρου, τα οποία τα λάτρεψα. Τα ζώα του φαίνονται τόσο φυσικά – αφύσικα στο ψυχρό αίθριο του Μουσείου Μπενάκη. Ο γάιδαρος, τα κεφάλια των σκυριανών αλόγων, το σκυλί, ο γέρος, όλα είναι σαν να μεταφέρθηκαν από την πανέμορφη αλλά και σκληρή φύση της Σκύρου.

Μουσειολογικά, για άλλη μια φορά, απογοητεύτηκα από το Μουσείο Μπενάκη, όπως έγινε και με την έκθεση του Τσαρούχη. Δυστυχώς, τα γλυπτά φαίνεται να έχουν τοποθετηθεί εντελώς τυχαία στο αίθριο, πάνω σε τραπέζια εργαστηρίου ΤΕΙ επαρχίας (?) ακόμα και πάνω σε τσιμεντόλιθους. Προσπάθησα να δώσω ως δικαιολογία ότι ίσως ο επιμελητής της έκθεσης θέλησε να αναπαραστήσει το εργαστήρι του καλλιτέχνη, αλλά και πάλι αν η πρόθεση ήταν αυτή, τότε το αποτέλεσμα είναι μια μεγάλη αποτυχία.

Είναι πραγματικά απογοητευτικό όλες αυτές οι σπουδαίες διοργανώσεις του Μουσείου Μπενάκη να γίνονται τόσο πρόχειρα που να υποβιβάζουν και τα ίδια τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα – αριστουργήματα που δεν έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε συχνά. Θα υπογραμμίσω για άλλη μια φορά την έλλειψη μουσειογραφικής διήγησης / μουσειολογικής μελέτης / διάθεσης εκπαιδευτικής προβολής των εκθεμάτων.

Στη συνέχεια ανέβηκα στον δεύτερο όροφο, στην έκθεση φωτογραφίας του Αμερικανού Ansel Adams, με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του από τοπία, κυρίως εθνικά πάρκα, των δυτικών πολιτειών των Ηνωμένων Πολιτειών. Πραγματικά, οι φωτογραφίες του μοιάζουν με ζωγραφικά έργα, παρόλο που λείπει το χρώμα.

Στην έκθεση αυτή η έλλειψη επιμέλειας μουσειολόγου δυστυχώς δυσκολεύει την επίσκεψη. Ο κακός φωτισμός και το γυαλιστερό γυαλί στις κορνίζες δημιουργεί υπερβολικούς αντικατοπτρισμούς τους οποίος είναι αδύνατον να τους αποφύγεις από όποια οπτική γωνιά και αν προσεγγίσεις τα έργα (φαίνεται ξεκάθαρα και στις φωτογραφίες που τράβηξα δίχως φλας). Με ένα πιο δυνατό, γενικό φωτισμό στην αίθουσα, με μια ελάχιστη κλίση των κάδρων και με ματ γυαλί που ενδείκνυται γι αυτές τις περιπτώσεις θεωρώ ότι θα είχε αποφευχθεί αυτό το πραγματικά ενοχλητικό και αντιαισθητικό αποτέλεσμα (μερικά απλά μαθήματα μουσειολογίας αποδεικνύονται απαραίτητα).

Η έκθεση naked city είναι καλύτερα φωτισμένη, οπότε αποφεύγεται σε μεγάλο βαθμό αυτό το φαινόμενο του αντικατοπτρισμού της υπόλοιπης αίθουσας και του φωτισμού μέσα στην εκτιθέμενη φωτογραφία. Εάν είχε επιλέγει και ματ γυαλί και για τις κορνίζες ΙΚΕΑ θα ήταν πολύ καλύτερα τα πράγματα (τελικά το ΙΚΕΑ αρχίζει να κατακλύζει και τα μουσεία, πέρα από τα σπίτια μας)…